Εγκυρότητα των αυτό-αναφερόμενων Ανθρωπομετρικών Δεικτών ως Μεθόδου Εκτίμησης της Παχυσαρκίας σε Παιδιά του Δημοτικού
DOI:
https://doi.org/10.26253/heal.uth.ojs.ispe.2007.1197Λέξεις-κλειδιά:
σωματικό βάρος, ύψος, δείκτης μάζας σώματος, παιδική παχυσαρκία, αυτοαναφερόμενα δεδομέναΠερίληψη
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εξετάσει την εγκυρότητα των αυτοαναφερόμενων ανθρωπομετρικών δεδομένων ως μεθόδου εκτίμησης του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας σε παιδιά του Δημοτικού. Από 181 αγόρια και 197 κορίτσια ηλικίας 11.4±0.4 ετών ζητήθηκε να δηλώσουν το βάρος και το ύψος τους, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν ακριβείς μετρήσεις των ανθρωπομετρικών τους χαρακτηριστικών. Η εκτίμηση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας έγινε με βάση τα διεθνώς αποδεκτά όρια του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ανά ηλικία και φύλο. Τα αποτελέσματα έδειξαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών τιμών για το σωματικό βάρος (-1.53±3.6 kg, p<.0005), το ύψος (+0.59±3.4 cm, p<.002) και το ΔΜΣ (-0.79±1.8 kg.m-2, p<.0005). Οι αποκλίσεις μεταξύ αυτοαναφερόμενων και πραγματικών δεδομένων ήταν ανεξάρτητες από το φύλο των μαθητών, επηρεάστηκαν ωστόσο σημαντικά από το πραγματικό σωματικό βάρος, καθώς οι βαρύτεροι μαθητές υποεκτίμησαν το βάρος τους σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τους λεπτότερους συμμαθητές τους. Τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών με βάση τα αυτοαναφερόμενα δεδομένα ήταν αντίστοιχα 24.6% και 3.7%, ενώ με βάση την
πραγματική μέτρηση ήταν 28.3% και 9.5%, αντίστοιχα (χ2=277.66, p<.0005). Συμπερασματικά, η εκτίμηση της παιδικής παχυσαρκίας με βάση αυτοαναφερόμενα στοιχεία αποκλίνει σημαντικά σε σχέση με τα αποτελέσματα αντικειμενικών μετρήσεων. Τα ευρήματα της μελέτης χρήζουν ιδιαίτερου προβληματισμού, καθότι πολλές επιδημιολογικές μελέτες βασίζονται σε αυτοαναφερόμενα δεδομένα. Τα υψηλά ποσοστά υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας στο δείγμα της παρούσας μελέτης επιβεβαιώνουν την ανησυχητική αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συστηματική καταγραφή και παρακολούθηση του προβλήματος από την παιδική ηλικία, με τη χρήση έγκυρων ερευνητικών εργαλείων.